- ἀφεδρεύω
- ἀφεδρ-εύω,A = ἐπὶ δίφρῳ καθίσαι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφεδρεῦσαι — ἀφεδρεύω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀφεδρεύοντας — ἀφεδρεύοντας , ἀφεδρεύω pres part act masc acc pl ἐφεδρεύοντας , ἐφεδρεύω sit upon pres part act masc acc pl ἐφεδρεύοντας , ἐφεδρεύω sit upon pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)